συμπερασμός

συμπερασμός
ο, ΝΑ [συμπεραίνω]
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπερασμός — ο εξαγωγή συμπεράσματος, λογική πορεία που μας οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπερασμόν — συμπερασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… …   Dictionary of Greek

  • εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”